-
1 πόνος
πόνος, ὁ, Arbeit; bes. mühsame, ermattende Anstrengung, auch Drangsal, Noth, bes. des Kampfes; Aristarch. erkl. überall bei Hom. ἔργον, bes. ἔργον πολεμικόν, vgl. Schol. zu Il. 5, 667. 6, 72. 13, 2; μάχης, Il. 16, 568; auch allein πόνος = μάχη, 6, 77. 12, 348. 356. 13, 344. 17, 158 Od. 12, 117 u. sonst; πόνον ἔχειν = μάχεσϑαι, Il. 6, 525; καὶ ὀϊζύν, 13, 2. 15, 416; Hes. Sc. 305. 310; u. so ist auch zu nehmen ὥς κε ἀναπνεύσωσι πόνοιο, Il. 15, 235, πότε κέν τις ἀναπνεύσειε πόνοιο, 19, 227, u. πᾶσι δ' ἔϑηκε πόνον, 21, 525, obwohl es hier u. in andern Stellen mehr »Kummer und Noth« bedeutet; ἄνευϑε πόνου καὶ ἀνίης, Od. 7, 192; πόνον τιϑέναι τινί, Einem Noth, Drangsal bereiten, Hes. O. 472; Pind. παῠροι ἐν πόνῳ πιστοί, N. 10, 78, u. oft in der Bdtg Unglück, Mühsal; er nennt den Fischfang εἰνάλιος πόνος, P. 2, 79; πέπρακται τοὔργον οὐ μακρῷ πόνῳ, Aesch. Prom. 75; πόνον παρέχειν τινί, Einem Noth machen, Pers. 319; u. oft für Noth, Leiden, σῶν ὑπερστένω πόνων Prom. 66, τῶνδέ σ' ἐκλῠσαι πόνων 326, u. oft in diesem Stücke; πόνος περισσός ἐστι τἀν Ἅιδου σέβειν, Soph. Ant. 776; πόνος πόνῳ πόνον φέρει, Ai. 853; ὃς τόνδε κἄμ' ἔσωσας ἐκ πολλῶν πόνων, aus vielem Mühsal, Leid, El. 1348; Herakles sagt ὅσους πονήσας καὶ διεξελϑὼν πόνους, Phil. 1405; τὸ ζῆν μὴ καλῶς, μέγας πόνος, Eur. Hec. 378, u. oft; πόνον πολὺν ἔχει τοῦτο, Ar. Pax 1182; πόνους ἔχειν διά τινα, Eccl. 975. – Kampfmühe, Her. 6, 114. 8, 89; ἔνϑα δὴ πόνος τε καὶ ἀγὼν ἔσχατος ψυχῇ πρόκειται, Plat. Phaedr. 247 b; καὶ κίνδυνοι, Alc. II, 142 b; πολὺν ἔχουσαι πόνον, viel Noth habend, Phaedr. 248 b; μετὰ πολλοῦ πόνου, Soph. 230 a; ἀναλίσκων καὶ χρήματα καὶ πόνους καὶ διατριβάς, Rep. VIII, 561 a; πάντων τῶν κατὰ τὰ σώματα πόνων, körperliche Anstrengungen, Polit. 294 e; auch von gymnastischen Uebungen, Arist. Nic. eth. 1, 6, 4; vgl. τοὺς ἐπὶ τὰ γυμνάσια καὶ πόνους ἰόντας, Plat. Legg. I, 646 c. – Bei Thuc. 2, 49 Krankheit; – Xen. An. 7, 6, 9 τοὺς ἡμετέρους πόνους ἔχει, er hat den Ertrag, Gewinn unserer Anstrengung; so nennt Pind. P. 6, 54 den Honig μελισσᾶν τρητὸς πόνος; u. Aesch. Ag. 54 die Jungen δεμνιοτήρη πόνον ὀρταλίχων, wie ὠδίνων π. Eur. Phoen. 30, τεκτόνων Or. 1570.
-
2 πρόσειμι
A sum), to be added to, τινι Hdt.2.99, 7.173, etc.;ἐὰν.. θερμότης τῷ δίψει προσῇ Pl.R. 437e
; to be attached to, belong to, IG12.290; ; δέος αἰσχύνη θ' ὁμοῦ, δύσνοια ἢ λύπη π. τινί, ib. 1079, El. 654; οὐχ ἅπαντα τῷ γήρᾳ κακὰ π. E.Ph. 529, cf. lsoc.12.115; δυσβουλία τῇ πόλει π. Ar.Nu. 588;τῇ βίᾳ π. ἔχθραι καὶ κίνδυνοι X.Mem.1.2.10
; καὶ τὰ προσόντα καὶ τὰ μὴ περὶ ἑκάστου λέγοντες proclaiming each man's virtues, whether he had them or not, Pl.Mx. 234c; τὰ προσόνθ' ἑαυτῷ one's own attributes, D.18.276, cf. Prooem.46: c. inf.,πρόσεστι γυναιξὶ.. τίκτειν Pl.Tht. 150a
.2 abs., to be present, at hand as well,τὰ δ' αὖτε χέρσῳ.. προσῆν πλέον στύγος A.Ag. 558
;ὡς ἂ ἀγνοία προσῇ S.Ph. 129
; γνώμη γὰρ εἴ τις κἀπ' ἐμοῦ.. π. Id.Ant. 720; τοῦ λόγου δ' οὐ χρὴ φθόνον π. Id.Tr. 251;τύχη μόνον προσείη Ar.Av. 1315
(lyr.);π. ἡ ὕβρις καὶ ἔθ' ἡ.. αἰσχύνη D.1.27
; οὐδ' ὁτιοῦν ἄλλο προσῆν there was nothing else in the world, Id.21.176; ταῦτα προσέσται this too will be ours, X.HG3.1.28; τὰς τρισχιλίας καὶ τὸ προσόν and the surplus, D.36.15.3 to be adjacent, εἰ πὸς τᾷ οἰκίᾳ μὴ πόεστι (i.e. πόσεστι = πρόσεστι) (Tegea, iv B.C.);τῆς προσούσης αὐλῆς PStrassb.87.12
(ii B.C.).------------------------------------A ibo), inf. - ιέναι, used in [dialect] Att. as [tense] fut. of προσέρχομαι, and προσῄειν as [tense] impf.:— go to or towards, approach, abs. in Hom. and Hes. in dat. and acc. of part.,χάρη δ' ἄρα οἱ προσιόντι Il.5.682
;ὡς εἶδον ζωὸν.. προσιόντα 7.308
; (lyr.);σχολαίτερον προσιόντας Th.4.47
codd.; approach a person, Id.1.130, cf. And.1.122; of an enemy,βραδέως προσῇσαν X.An.1.8.11
, etc.; of an adversary at law, (ii A.D.), cf. POxy.1101.15 (iv A.D.): c. dat. pers., approach one, Hdt.1.62, etc.; apply to a person for help, PStrassb.57.6 (ii A.D.), etc.; π. Σωκράτει visit him as teacher, X.Mem.1.2.47; π. γυναικί go in to a woman, Id.Smp.4.38 (so abs., Ocell.4.1): c. acc. loci, δῶμα, δόμους, A.Eu. 242, E.Cyc. 40: with Preps. governing acc.,εἰς.. S.El. 437
, X.HG7.5.15, etc.; πρὸς τὰς πύλας, πρὸς τὴν Λάχεσιν, Hdt.8.52, Pl.R. 620d, etc.2 in hostile sense, attack, (cf. Sch.Od.1.406, Apollon.Lex. s.v. εἶναι), cf. X.Cyr.2.4.12;τῇ πόλει Id.An.7.6.24
(dub.);πρὸς τοὺς βαρβάρους Hdt.9.100
;ἐπὶ τὸ στράτευμα X.Cyr.7.1.24
.4 come forward to speak,π. τῷ δήμῳ X.Mem.3.7.1
; π. τῇ βουλῇ, τοῖς ἐφόροις, come before.., D.19.17, Plb.4.34.5;π. πρὸς βουλὴν ἢ δῆμον X.Ath.3.3
;πρὸς τὰς ἀρχάς Th.1.90
;πρὸς τὰ κοινά Aeschin.1.165
;πρὸς τὴν πολιτείαν π. Id.3.217
(butπ. πολιτείᾳ Plu.2.1033f
): abs., come forward to speak, περὶ τῶν γεγενημένων And 1.111.5 of things, to be added,σάρκες ἐκ τῆς τροφῆς π. ταῖς σαρξί Arist.GA 723a11
, cf. GC 322a26, al.;τῷ δ' ἐναντίῳ κύτει ἐλπὶς προσῄει χειρὸς οὐ πληρουμένῳ A.Ag. 817
.II of Time, come on, be at hand, ἐπεὰν προσίῃ (v.l. προσῇ)ἡ ὥρη κυΐσκεσθαι τὰς ἵππους Hdt.4.30
, cf. 2.41;ἑσπέρα προσήει X.Cyr.3.2.25
; προσιόντος τοῦ θερμοῦ on the approach of heat, Pl.Phd. 103d; π. [τῶν ἀνέμων] X.Mem.4.3.14.III come in, of revenue, φόροι, ἑπτακόσια τάλαντα π., Hdt.3.89,91, cf. Th.2.13, X.Vect.4.1;τῶν τε ὄντων χρημάτων καὶ τῶν προσιόντων τοῖς θεοῖς IG12.91.26
;τὸν φόρον ἡμῖν ἀπὸ τῶν πόλεων.. προσιόντα Ar.V. 657
; τὰ προσιόντα χρήματα the public revenue, Id.Ec. 712, Lys.30.19; τὰ προσιόντα alone, Ar.V. 664;τὰ π. τῇ πόλει Lys. 21.13
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσειμι
-
3 θάλασσα
θάλασσα, ης, ἡ (Hom.+)① seaⓐ gener. (Hom. et al.) Mk 9:42; 11:23; Lk 17:2, 6; θαλάσσης καὶ σάλου 21:25 (σάλῳ θαλασσῶν PsSol 6:3); Rv 8:8f; 1 Cl 33:3. W. γῆ (Epict. 3, 26, 1; Michel 521, 10; SIG 4, 260b: index IV; PsSol 2:26, 29; Philo; Jos., Ant. 1, 282) Rv 7:1–3 (cp. Artem. 1, 2 p. 6, 8–10 [=Pack p. 7, 11–13] ἡλίου δὲ καὶ σελήνης καὶ τῶν ἄλλων ἄστρων ἀφανισμὸν ἢ τελείαν ἔκλειψιν γῆς τε καὶ θαλάσσης).—W. ἡ ξηρά, the dry land Mt 23:15 (Jon 1:9; En 97:7). W. γῆ and οὐρανός to denote the whole universe (Ex 20:11; Hg 2:6, 21; Ps 145:6; Jos., Ant. 4, 40, C. Ap. 2, 121; Ar. 1, 1al.) Ac 4:24; 14:15; Rv 5:13; 10:6; 14:7; 21:1. W. γῆ and ἀήρ PtK 2 p. 14, 17. κίνδυνοι ἐν θαλάσσῃ 2 Cor 11:26 (cp. BGU 423, 7; Jos., Vi. 14 πολλὰ κινδυνεύσας κατὰ θάλασσαν). τὴν θ. ἐργάζεσθαι have work on the sea Rv 18:17 (s. ἐργάζ. 2d and Polyaenus 6, 24 θαλασσουργέω of a fisher). The sand of the seashore as symbol of numberlessness Ro 9:27 (Is 10:22); Hb 11:12 (Gen 22:17). Waves of the sea Js 1:6; Jd 13. τὸ πέλαγος τῆς θ. the high seas Mt 18:6 (cp. Apollon. Rhod. 2, 608); ἡ ἄπειρος θ. 1 Cl 20:6.ⓑ of specific seasα. of the Red Sea ἡ ἐρυθρὰ θ. (s. ἐρυθρός) Ac 7:36; Hb 11:29. Without adj., but w. ref. to the same sea 1 Cor 10:1f (s. FDölger, Antike u. Christent. II ’31, 63–79; Just., D. 131, 3 al.).β. of the Mediterranean Sea (Hdt. et al.) Ac 10:6, 32; 17:14; 27:30, 38, 40; AcPl Ha 3, 6; 33; 7, 27; 34 (Just., D. 3, 1 al.)② lake (a Semitic usage, s. the expl. in Aristot., Meteor. 1, 13 p. 351a, 8 ἡ ὑπὸ τὸν Καύκασον λίμνη ἣν καλοῦσιν οἱ ἐκεῖ θάλατταν; cp. Num 34:11) of Lake Gennesaret ἡ θ. τῆς Γαλιλαίας the Lake (or Sea; OED s.v. ‘sea’, I 3) of Galilee Mt 4:18; 15:29; Mk 1:16; 7:31. For the same lake ἡ θ. τῆς Τιβεριάδος J 21:1. Both together 6:1 ἡ θ. τῆς Γαλιλαίας τῆς Τιβεριάδος the Galilean Lake of Tiberias. Simply θάλασσα Mt 8:24 (Jesus addressed as κύριος vs. 25; cp. IAndrosIsis, Kyme 39: Isis is κυρία τῆς θ.; also IMaronIsis 39); 13:1; 14:24ff (on walking on the θ. cp. Dio Chrys. 3, 30); Mk 2:13; 3:7 al. RKratz, Rettungswunder ’79; EStruthersMalbon, The Jesus of Mark and the Sea of Galilee: JBL 103, ’84, 363–77.—B. 36. DELG. M-M. EDNT. TW. -
4 πολεμικός
A of or for war,οἱ π. κίνδυνοι Th.2.43
; ἀγῶνες π., opp. εἰρηνικοί, Pl.Lg. 729d; βίος ib. 829a; πλοῖα, ὅπλα, ib. 706b, 944e; most fit for service,X.
Lac.11.3; (Egypt, iii B.C.);τέχνη καὶ ἐπιστήμη π. Pl.R. 522c
, cf. Lg. 639b; ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of war, Id.Sph. 222c, etc.; τὰ -κά warlike exercises, τὰ π ἄλκιμος (v.l. πολέμια) Hdt.3.4;τὰ π. ἀσκεῖν X.HG 3.4.18
, Cyr.1.5.9;αἱ τῶν π. μελέται Th.2.39
, cf. 89 (v.l.).2 τὸ -κόν signal for battle (παιὼν π. in Pl.Ep. 348b), ἐπειδὰν ὁ σαλπικτὴς σημήνῃτὸ π. X.An.4.3.29
, cf. Aen. Tact.4.3; ἀνέκραγε πολεμικόν gave a war-shout, X.An.7.3.33; also of an air on the flute, Tryphoap.Ath.14.618c.II of persons, skilled in war, warlike, Th.1.84, Pl.R. 522e, Lg. 643c, etc.: distd. from φιλοπόλεμος, X.An.2.6.1; alsoἵπποι π. Id.Cyr.7.5.62
;τὸ π.
warlike spirit,Phld.
Mus.p.27 K.III like an enemy, hostile, X.Vect.4.44; stirring up hostility, opp.φιλικός, πολεμικὸν ἔρις καὶ ὀργή Id.Mem.2.6.21
: metaph.,ἀντίθεσις π. καὶ ἀσύμβατος Plu.2.946e
. Adv. -κῶς, ἔχειν, opp. εἰρηνικῶς, Isoc.5.46;π. διακεῖσθαι Id.6.39
: [comp] Sup.-ώτατα, ἔχειν πρός τινα X.An.6.1.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολεμικός
-
5 συμ-πίπτω
συμ-πίπτω (s. πίπτω), zusammenfallen, -stoßen, -treffen; bes. im Kampfe, handgemein werden, σύν ῥ' ἔπεσον, Il. 7, 256. 21, 387; u. von zusammenstoßenden Winden, σὺν δ' Εὖρός τε Νότος τ' ἔπεσε, Od. 5, 295; συμπεσεῖν αἰχμᾷ, Pind. I. 3, 69; Her. 1, 215; εἰς ἀγῶνα τῷδε συμπεσὼν μάχης, Soph. Trach. 20, vgl. Ai. 462; u. εἰς νεῖκος, Her. 9, 55; πολλῆς ἔριδος συνέπεσε κλύδων, Eur. Hec. 118; auch ναῠς λάβρῳ κλύδωνι συμπεσοῠσα, I. T. 1393; ξυμπεσούσης νηῒ νεώς, Thuc. 7, 63; – zusammentreffen, übereinstimmen, ἐμοὶ σὺ συμπέπτωκας ἐς ταὐτὸν λόγου, Eur. Troad. 1036; Her. absol., 9, 101; ὥςτε συμπεσέειν τὸ πάϑος τῷ χρηστηρίῳ, 6, 18. 7, 151; – zusammen einstürzen, πόλιν ὑπὸ σεισμοῠ ξυμπεπτωκυῖαν, Thuc. 8, 41; zusammenfallen, Plat. Phaedr. 245 e; ξυμπ εσὸν σῶμα, Phaed. 80 c, wie πρόςωπον συμπεπτωκός, ein zusammengefallenes, eingefallenes Gesicht, das durch Krankheit abgemagert ist, Jac. Philostr. imagg. p. 674; – συνέπεσε τῷ στρατηγῷ πρὸς τὰ γόνατα, fiel ihm zu Füßen, Pol. 39, 3, 1; – zu gleicher Zeit sich ereignen, sich zutragen, sich treffen, τοῖσιν αὐτουργίαι ξυμπέσωσιν μάταιοι, Aesch. Eum. 322; Ἀρισταγόρῃ δὲ συνέπιπτε τοῦ αὐτοῠ χρόνου πάντα ταῠτα συνελϑόντα, Her. 5, 36; πλεῖστοι κίνδυνοι εἰς τὸν αὐτὸν χρόνον, Isocr. 4, 71; καϑ' ἡμέραν, 2, 91; ἄλλα παϑήματα ξυμπίπτει, Plat. Polit. 270 d; ἡ μνήμη ταῖς αἰσϑήσεσι ξυμπ ίπ τουσα εἰς ταὐτόν, Phil 39 a; ἐν ᾑ συμπέπτωκεν ἅμα τό τε ποιεῖν καὶ τὸ ἐπίστασϑαι χρῆσϑαι το ύτῳ, Euthyd. 289 b, vgl. Rep. V, 473 d; – u. imperson., συνέπιπτε γὰρ καὶ τὸν ἐστιγμένον ἀπῖχϑαι, Her. 5, 35, u. mit folgdm ὥστε, 8, 15. 132. 141; ξυνέπεσε τὸν κήρυκα κηρῠξαι, Thuc. 4, 68. – Uebertr., hineingerathen in einen Zustand, verfallen in Etwas, κακοῖς τοιοῖςδε συμπεπτωκότα, Soph. Ai. 424, συμπίπτει φόνῳ, O. R. 113, und umgekehrt, ἀσϑένειά τις αὐτῷ συνέπεσεν, Plat. Tim. 17 a, ξυνέπεσεν εἰς τοῠτο ἀνάγκης, Thuc. 1, 49.
-
6 θεῖος
θεῖος (A), α, ον: late [dialect] Ep. [full] θέειος Procl.H.2.16; [full] θεήϊος Bion Fr.15.9; late [dialect] Aeol. [full] θήϊος Epigr.Gr.989.4 ([place name] Balbilla); [dialect] Lacon. [full] σεῖος (v. infr. 1.3): [comp] Comp. and [comp] Sup. θειότερος, -ότατος, freq. in Pl., Phdr. 279a, Mx. 244d, al.: ([etym.] θεός):1 of or from the gods, divine,γένος Il.6.180
;ὀμφή 2.41
; Ὄνειρος ib.22;ἐπιπνοίαις A.Supp. 577
, cf. Pl.R. 499c; ; (lyr.); νόσος ib. 185 (lyr.) (but θ. νόσος, of a dust-storm, Id.Ant. 421);κίνδυνοι And.1.139
; θ. τινὶ μοίρᾳ by divine intervention, X.HG7.5.10;θ. τύχῃ γεγονώς Hdt.1.126
;θ. τύχῃ χρεώμενος Id.3.139
; θ. κἀπόνῳ τύχῃ, of an easy death, S.OC 1585;ἐκ θ. τύχης Id.Ph. 1326
;ἔμαθε ὡς θ. εἴη τὸ πρῆγμα Hdt.6.69
;ὁ θ. νόμος Th.3.82
; φύσις θ. SIG1125.8 ([place name] Eleusis), cf. 2 Ep.Pet.1.4; appointed of God,βασιλῆες Od.4.691
; σκῆπτρον given by God, S.Ph. 139 (lyr.); v. infr. 2.2 belonging or sacred to a god, holy, ἀγών, χορός, Il.7.298, Od. 8.264; under divine protection, πύργος, δόμος, Il.21.526, Od.4.43; of heralds and bards, Il.4.192, Od.4.17, al.; so perh., of kings, ib. 691.3 morethan human, of heroes,Ὀδυσσεύς Il.2.335
, al., Cratin. 144.4 (lyr.);θ. ἀνήρ Pi.P.6.38
, A.Ag. 1548 (lyr.), Pl.R. 331e, Men. 99d (esp. at Sparta ([dialect] Lacon. σεῖος), Arist.EN 1145a29; ὦ θεῖε (in the mouth of a Spartan) Pl.Lg. 626c);μετὰ σοῦ τῆς θείας κεφαλῆς Id.Phdr. 234d
, cf. Them.Or.9.128a, Lib.Or.19.66.b of things, excellent,θεῖον ποτόν Od.2.341
, 9.205;ἁλὸς θείοιο Il.9.214
; θ. πρήγματα marvellous things, Hdt.2.66;ἐν τοῖσι θειότατον Id.7.137
.4 = Lat. divinus (or sacer), Imperial, διατάξεις prob. in BGU473.5 ( 200 A.D.), etc.; (iv A.D.); θ. ὅρκος oath by the Emperor, POxy.83.6 (iv A.D.), etc.; θειότατος, of living Emperors, Inscr.Prien.105.22 (9 B.C.), etc.b = Lat. divus, of deified Emperors, θ. Σεβαστός Edict.Claud. ap.J.AJ19.5.3, cf.Inscr.Perg. 283 (iii A.D.), Lyd.Mag.2.3.II as Subst., θεῖον, τό, the Divinity, Hdt.1.32,3.108, al., A.Ch. 958 (lyr.);τοῦ θ. χάριν Th.5.70
; ἡμαρτηκότα εἰς τὸ θ. Pl.Phdr. 242c.2 in an abstract sense, divinity, κεκοινώνηκε.. τοῦ θ. ib. 246d; ἢ μόνον μετέχει τοῦ θ..., ἢ μάλιστα [ἄνθρωπος] Arist.PA 656a8, etc.; κατὰ θεῖον or κατά τι θ., Aen.Gaz.Thphr.p.37 B., p.4 B.3 θεῖα, τά, the acts of the gods, course of providence, S.Ph. 452, etc.;τὰ θ. θνητοὺς ὄντας εὐπετῶς φέρειν S.Fr. 585
;τὰ θ. μὴ φαύλως φέρειν Ar.Av. 961
.b matters of religion, ἔρρει τὰ θ. religion is no more, S.OT 910 (lyr.), cf. OC 1537, X.Cyr.8.8.2, etc.c inquiries concerning the divine, Pl.Sph. 232c; τὰ φανερὰ τῶν θείων, i.e. the heavenly bodies, Arist.Metaph. 1026a18, cf. GA 731b24, Ph. 196a33 ([comp] Sup.), EN 1141b1.III Adv. θείως by divine providence,θ. πως X.Cyr.4.2.1
, etc.; θειοτέρως by special providence, Hdt.1.122; μᾶλλόν τι καὶ -ότερον ib. 174.------------------------------------θεῖος (B), ὁ,A one's father's or mother's brother, uncle, E.IT 930, Ar. Nu. 124, And.1.18, 117, Pl.Chrm. 154b, Men.5 D., etc.; ὁ πρὸς μητρὸς θ. Is.5.10;πρὸς πατρός Ph.2.172
. (Cf. τήθη.) -
7 γένος
γένος, ους, τό (Hom.+; loanw. in rabb.) a noun expressive of relationship of various degrees and kinds.① ancestral stock, descendant ἐκ γένους ἀρχιερατικοῦ of high-priestly descent (s. Jos., Ant. 15, 40) Ac 4:6 (PTebt 291, 36 ἀπέδειξας σεαυτὸν γένους ὄντα ἱερατικοῦ, cp. 293, 14; 18; BGU 82, 7 al. pap). υἱοὶ γένους Ἀβραάμ 13:26 (s. Demetr.: 722 Fgm. 2, 1 Jac.; Jos., Ant. 5, 113; Just., D. 23, 3 ἀπὸ γένους τοῦ Ἀ.); γ. Δαυίδ Rv 22:16; IEph 20:2; ITr 9:1; ISm 1:1. τοῦ γὰρ καὶ γένος ἐσμέν we, too, are descended from him Ac 17:28 (quoted fr. Arat., Phaenom. 5; perh. as early as Epimenides [RHarris, Exp. 8th ser. IV, 1912, 348–53; CBruston, RTQR 21, 1913, 533–35; DFrøvig, SymbOsl 15/16, ’36, 44ff; MZerwick, VD 20, ’40, 307–21; EPlaces, Ac 17:28: Biblica 43, ’62, 388–95]. Cp. also IG XIV, 641; 638 in Norden, Agn. Th. 194 n.; Cleanthes, Hymn to Zeus 4 [Stoic. I 537] ἐκ σοῦ γὰρ γένος …; Dio Chrys. 80 [30], 26 ἀπὸ τ. θεῶν τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος; Ep. 44 of Apollonius of Tyana [Philostrat. I 354, 22] γένος ὄντες θεοῦ; Hierocles 25, 474, vs. 63 of the Carmen Aur.: θεῖον γένος ἐστὶ βροτοῖσιν), cp. Ac 17:29.—Also of an individual descendant, scion (Hom.; Soph., Ant. 1117 Bacchus is Διὸς γ.). Jesus is τὸ γένος Δαυίδ Rv 22:16 (cp. Epimenides [VI B.C.]: 457 Fgm. 3 Jac., the saying of Musaeus: ἐγὼ γένος εἰμι Σελήνης; Quint. Smyrn. 1, 191 σεῖο θεοῦ γένος ἐστί).② a relatively small group with common ancestry, family, relatives (Appian, Bell. Civ. 5, 54 §228; Reg. 1a§1; BGU 1185, 18; Jos., Ant. 17, 22; 18, 127; Ath. 32, 3) τὸ γ. Ἰωσήφ Ac 7:13.③ a relatively large people group, nation, people (Appian, Bell. Civ. 2, 71 §294 Ἑβραίων γένος; 2, 90 §380 Ἰουδαίων γ., the latter also Diod S 34+35 Fgm. 1, 1; 40, 3, 8; Maximus Tyr. 23, 7b; Ael. Aristid. 45 p. 108 D.: τῶν Ἑλλήνων γ.; Achilles Tat. 1, 3, 1; 3, 19, 1; Synes., Ep. 121 p. 258b τὸ Ἐβραίων γ.; TestLevi 5:6 and PsSol 7:8 τὸ γένος Ἰσραήλ; Jos., Bell. 7, 43, Ant. 10, 183 τὸ Ἑβραίων γ.; Just., D. 49, 3 ἐν τῷ γ. ὑμῶν; Demetr.: 722 Fgm. 3 τὸ Ἰουδαίων γ.) Ac 7:19; Gal 1:14; Phil 3:5; B 14:7 (Is 42:6). Of Christians: γένος ἐκλεκτόν a chosen nation 1 Pt 2:9 (Is 43:20; TestJob 1:5; cp. Esth 8:12t; s. JFenton, CBQ 9, ’47, 141f); καινὸν γ. Dg 1; τρίτῳ γένει as a third people (beside gentiles and Jews) PtK 2 p. 15, 8 (s. Harnack, Mission4 I 1924, 259–89); γ. τῶν δικαίων MPol 14:1; 17:1; Hs 9, 17, 5; cp. 9, 19, 1 ἄνομον; 9, 30, 3 ἄκακον. θεοφιλὲς καὶ θεοσεβὲς γ. τῶν Χριστιανῶν godly and pious race of the Christians MPol 3:2 (Plut., Mor. 567f: the Greeks acc. to the divine verdict are τὸ βέλτιστον κ. θεοφιλέστατον γένος; Mel., HE 4, 26, 5 τὸ τῶν θεοσεβῶν γ.). ἄνομον Hs 9, 19, 1. τῷ γένει w. name of a people to denote nationality (Menand., Peric. 9 Kö. [129 S.]; Plut., Dem. 859 [28, 3]; Jos., Ant. 20, 81; BGU 887, 3 and 15; 937, 9 δοῦλος γένει Ποντικός; cp. 2 Macc 5:22; 3 Macc 1:3; B-D-F §197) Mk 7:26; Ac 4:36; 18:2, 24. Pregnant constr. κίνδυνοι ἐκ γένους perils from the people=my compatriots, fellow-Israelites 2 Cor 11:26.④ entities united by common traits, class, kind (Ps.-Xenophon, Cyneg. 3, 1 τὰ γένη τῶν κυνῶν; Apollon. Rhod. 4, 1517 and Just., D. 60, 2 snakes; PTebt 703, 133 [III B.C.] καθʼ ἕκαστον γένος; PGiss 40, 9 παντὸς γένους πολιτευμάτων and oft. pap; Wsd 19:21; Philo; Just., A II, 7, 5 ἀγγέλων … ἀνθρώπων; D. 23:5 τὸ θῆλυ γ.) of plants (BGU 1119, 27 [I B.C.] ταὐτὰ γένη ‘the same species of plants’; 1120, 34; 1122, 23) Hs 8, 2, 7; of fish (Heniochus Com. 3; Jos., Bell. 3, 508) Mt 13:47; of draught animals Hs 9, 1, 8; of cattle in gener. 9, 24, 1; of hostile spirits Mt 17:21; Mk 9:29 (Herm. Wr. 13, 2 τοῦτο τὸ γένος οὐ διδάσκεται). γένη γλωσσῶν (s. γλῶσσα 3) 1 Cor 12:10, 28; γ. φωνῶν 14:10; all humanity B 14:7 (Is 42:6; cp. Ar. 2, 1 τὸ ἀνθρώπινον γ.; Just., A I, 43, 3 al. τὸ ἀνθρώπεινον γ.; 46, 2 al. πᾶν γʼ ἀνθρώπων).—B. 85; 1317. DELG s.v. γίγνομαι p. 222. M-M. -
8 πολεμικος
31) военный, боевой(κίνδυνοι Thuc.; ἄσκησις Xen.; πλοῖα, σκευή, ἐπιστήμη, βίος Plat.)
2) приученный к военному делу(ἵπποι Xen.)
3) воинственный(ἀνήρ Xen., Plat.; θεοί Plat.)
4) преисполненный вражды, враждебный(ἔρις καἴ ὀργή Xen.)
5) важный в военном отношении, нужный на войне(ἀσπίς, κτῆμα Xen.)
-
9 προσπίπτω
A : for ποτιπεπτηυῖαι, v. προσπτήσσω:—fall upon, strike against, ἔς τι v.l. in S.Ant. 855; τινι X.Eq.7.6, etc.; , al.; fall against, as a mound against a wall, Th.2.75; but πρὸς τὸ οὖς προσπίπτων is dub. l. in Thphr. Char.2.10 ( προσκύπτων cj. Valckenaer).2 fall upon, attack, assault, πόλεσιν, ὁπλίταις, Th.1.5, X.HG3.2.3, etc.: abs., Th.3.30, 103, X.Cyr.7.1.38.3 simply, run to, Hdt.2.2, X. Cyr.1.4.4.4 fall upon, embrace, τινι E. l.c., IA 1191: hence, π. τινί join the party of another, X.HG7.1.42; also, fasten on, in argument,τῇ διαφορᾷ Phld.Sign.36
.5 fall in with, meet with, encounter,μὴ λάθῃ με προσπεσών S.Ph.46
, cf. 156 (lyr.), Pl.Phdr. 270a: c. dat. rei, Id.Tht. 154b; fall in with,δυστυχεστάτῳ κλήρῳ E. Tr. 291
(lyr.);αἰσχρᾷ ἐπιθυμίᾳ X.Ap.30
;μεγίσταις ἡδοναῖς Pl.Lg. 637a
; δήγματι to be bitten, Ael.NA6.51: c. acc.,μείζω βροτείας π. ὁμιλίας E.Hipp.19
: with a Prep.,πρὸς τὰς τῶν φυλάκων ψυχάς Pl.Lg. 906b
; εἰς βράχεα, πρὸς τὰ κοινά, Plb.1.39.3, Plu.2.788c.II of things,1 of events, accidents, etc., come suddenly upon, befall one, τινι E.Med. 225, IT 1229 (troch.), Antipho 3.3.8, Pl.Cra. 396d;τὰ προσπίπτονθ' ἡμῖν δείματα Id.Lg. 791c
, etc.: abs.,ἄτην προσπεσοῦσαν ἐνεῖκαι Hdt. 1.32
; αἱ συμφοραὶ προσπίπτουσαι misfortunes by befalling, Id.7.46, cf. Isoc.Ep.5.4;αἱ π. χρεῖαι PCair.Zen.31.7
(iii B.C.);αἱ π. τύχαι Th.1.84
;τὰ προσπεσόντα E.Fr. 505
;γενναίως φέρειν τὰ προσπίπτοντα Stob.4.44
tit.;οἱ τὰ π. κρίναντες χρηματισταί PPetr.3p.53
(iii B.C.);ἡ π. ἐπιθυμία Pl.R. 561c
; πρὸς τὰ προσπίπτοντα according to circumstances, Arist.Pol. 1286a11;οἱ προσπίπτοντες κίνδυνοι Hyp.Fr. 117
; τὰπ. εἰς τὸν ἀνθρώπινον βίον Id.Epit.43
;ὅ τι ἂν προσπέσῃ ἰχθύδιον Arist. HA 590a27
, cf. PCair.Zen.186.15 (iii B.C.); προσπεσούσης μοι τῆς.. ἐπιστολῆς when the letter came to hand, PStrassb.111.2 (iii B.C.), cf. PPetr.3p.71 (iii B.C.), PCair.Zen.240.9 (iii B.C.).2 of expenses, to be incurred, Th.7.28, PCair.Zen.60.3 (iii B.C.).3 of money, to be paid in to an account, ib.701.9 (iii B.C.), PPetr.3p.290 (iii B.C.).4 of rights and duties, etc., pass to, devolve or fall upon,ὅταν λειτουργία προσπέσῃ ἀπολύειν αὐτούς PHib.1.78.4
(iii B.C.); (iii B.C.); (iii A.D.).5 come to one's ears, be told as news,εἴ τισιν ἀπιστότερος προσπέπτωκεν ὁ λόγος Aeschin.3.59
, cf. PSI6.614.13 (iii B.C.), UPZ9.9 (ii B.C.), Plb.5.101.3, Plu.Per. 16, etc.;εἰς τὴν Ῥώμην Plb.9.6.1
: impers., προσέπεσε news came that.., c. acc. et inf., Id.24.14.10, cf. 31.14.8; προσπέπτωκεν Παῶν ἀναπλεῖν Wilcken Chr.10 (ii B.C.); .b π. δι' ἑαυτοῦ or αὐτόθεν to be self- evident, S.E.P.2.168, M.1.300;τὰ ποτιπίπτοντα ποτὶ τὰν αἴσθησιν Archyt.1
, cf. Thphr.Sens.5,41.7 Geom., meet,πόλος πρὸς ὃν αἱ γραμμαὶ προσπίπτουσιν Arist.Mete. 376a19
, cf. Archim.Spir. 6; of lines, to be drawn to meet,πρὸς κύκλον Euc.3.37
; π. ἐπὶ.. pass through a point, Archim.Spir.14.8 of the pulse, = ὑποπίπτω, Ruf.Puls.6.2; of the womb, ἔνθα καὶ ἔνθα π. Hp.Nat.Mul.44, cf. Mul. 2.125,al.III fall down at another's feet, prostrate oneself,προσπίπτων προσκυνέει τὸν ἕτερον Hdt.1.134
;προσπεσὼν ἔχου S.Aj. 1181
;ἱκέτης προσπίπτω X.Cyr.4.6.2
: c. dat.,π. βωμοῖσι S.Tr. 904
, cf. OC 1157;τινὸς γόνασι E.Or. 1332
, Andr. 860 (lyr.), etc.;προσπεσὼν αὐτῷ.. ἱκέτευε Pl.Ep. 349a
;θεῶν πρὸς βρέτας Ar.Eq.31
;πρὸς γόνυ E. HF79
: also c. acc.,π. βρέτη δαιμόνων A.Th.94
(lyr.); cf. προσπίτνω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσπίπτω
-
10 ἀνθρώπινος
A of, from, or belonging to man, human,ἀ. βίος Philol.11
, cf. Hdt.7.46; ἅπαν τὸ ἀ. all mankind, Id.1.86; τὸ ἀ. γένος (v.l. φῦλον) Antipho 4.1.2, Pl.Phd. 82b; ἀ. κίνδυνοι, opp. θεῖοι, And.1.139;ἀ. δίκη Lys.6.20
; ἀ. τεκμήρια, opp. omens, Antipho 5.81; human affairs,Pl.
Tht. 170b, Arist.EN 1102b3 (v.l. -ικά) ἀνθρώπινόν τι παθεῖν die, IG5(2), 266.20 (Mantinea, i B. C.), cf. PPetr.1p.33 (iii B. C.), PRyl.153.39 (ii A. D.); soἐάν τι τῶν ἀ. περί τινα γένηται Epicur.Fr. 217
.2 human, suited to man, ἀνθρωπίνη δόξα fallible, human understanding, Pl.Sph. 229a; οὐκ ἀ. ἀμαθία super-human, monstrous folly, Id.Lg. 737b, etc.; ἀ. καὶ μετρία σκῆψιςD 21.41; ;ἀ. νοῦς Men.482
;ἀ. τὸ γεγενημένον X.Cyr.5.4.19
.3 ἀνθρώπινα, τά, secular revenues, SIG527.133; secular rites, opp.θῖνα, Leg.Gort.10.43.II Adv. ἀνθρωπίνως, ἁμαρτάνειν commit human, i.e. venial, errors, Th.3.40; more within the range of human faculty,Pl.
Cra. 392b, D.18.252; ἀνθρωπίνως ἐκλογίζεσθαι, i.e. with fellow-feeling, And.2.6; humanely, gently, D.23.70;ἀ. χρὴ τὰς τύχας φέρειν
with moderation,Men.
816;εὐτυχίαν D.S.1.60
.—Of the three forms, ἀνθρώπειος is used exclusively in Trag. and generally in Th. (but cf.1.22); ἀνθρώπινος prevails in Comedy and in Prose from Pl. downwds. (though he uses ἀνθρώπειος no less frequently); ἀνθρωπικός is freq. in Arist. [suff] ἀνθρώπ-ιον, τό, = sq., E.Cyc. 185, Anaxandr. 34; paltry fellow,ὦ πόνηρ' ἀνθρώπια Ar. Pax 263
, cf. X.Mem.2.3.16, Cyr.5.1.14, D.18.242.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνθρώπινος
-
11 ἰσοπαλής
ἰσο-πᾰλής, ές,A equal in the struggle, well-matched,μαχομένων.. καὶ γενομένων ἰσοπαλέων Hdt. 1.82
, cf. 5.49; evenly balanced,μάχη Ctes.Fr.29.31
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰσοπαλής
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
επιστήμη — Ένα σύνολο γνώσεων με αντικειμενικό κύρος. Ως γνώση ορίζεται η δυνατότητα διάκρισης των αντικειμένων στα οποία αποδίδονται τα ίδια χαρακτηριστικά μέσα σε ένα ορισμένο σύνολο. Αυτό το σύνολο μπορεί να είναι σχετικό με ειδικές καταστάσεις σε μία… … Dictionary of Greek
Μακκάς, Μαθιός — (Αθήνα 1879 – 1965). Γιατρός. Το 1912 έγινε υφηγητής της χειρουργικής στο πανεπιστήμιο της Βόννης. Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα χρημάτισε διευθυντής των χειρουργικών κλινικών του Ευαγγελισμού (1930) και του Ερυθρού Σταυρού (1930 35) και μέλος… … Dictionary of Greek
πρόσειμι — (I) ΜΑ [εἶμί] (ως μέλλ. τού προσέρχομαι) (σχετικά με θρησκεία) προσχωρώ, ασπάζομαι αρχ. 1. πορεύομαι, προχωρώ 2. βρίσκομαι κοντά, πλησιάζω («προσιόντων τῶν βαρβάρων πρὸς τὰς πύλας», Ηρόδ.) 3. προσεγγίζω, πηγαίνω προς κάποιον («Σωκράτει μὲν οὐκέτι … Dictionary of Greek
επιχείρηση — Η οργανωμένη οικονομική δραστηριότητα που είναι προσανατολισμένη στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών για την αγορά. Η ύπαρξη των ε. είναι χαρακτηριστικό των ανεπτυγμένων οικονομικών συστημάτων, στα οποία η παραγωγική δραστηριότητα δεν αποσκοπεί… … Dictionary of Greek
Ροβεσπιέρος, Μαξιμιλιάν Φρανσουά Ιζιντόρ — (Robespierre, Αράς 1758 – Παρίσι 1794). Γάλλος πολιτικός. Δικηγόρος, εξελέγη το 1789 αντιπρόσωπος στη Συνέλευση των Τάξεων. Τον Μάρτιο του 1790 έγινε πρόεδρος της λέσχης των Ιακωβίνων, αφού διακρίθηκε κυρίως για την αδιαλλαξία και την… … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… … Dictionary of Greek
λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek